- μαχαιροπωλεῖον
- μαχαιρο-πωλεῖον, τό, Ort, Bude, wo Messer oder Säbel verkauft werden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μαχαιροπωλείο(ν) — μαχαιροπωλεῑον και μαχαιροπώλιον, τὸ (Α) [μαχαιροπώλης] το κατάστημα στο οποίο πωλούνταν μαχαίρια … Dictionary of Greek